πρόληψη

πρόληψη
Mε αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή πίστη με μαγικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, που βρίσκεται έξω ή σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία μιας κοινωνικής ομάδας. Η έννοια της π. είναι σχετική –εφόσον έχει ως όρο αναφοράς την κάθε φορά επίσημη θρησκεία της ομάδας– και υποκειμενική, εφόσον ο χαρακτήρας και η αξία της π. αποδίδονται σε πράξεις και πίστεις που εξετάζονται από την ειδική άποψη της θρησκείας αυτής (έτσι, για παράδειγμα, ο χριστιανισμός κατά την αρχή της εμφάνισής του χαρακτηριζόταν π. από τους παλαιότερους ανιμιστές). Η π. ήταν αφορμή για καταδίκες και, μερικές φορές, για διωγμούς από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Η ίδια καταδίκη παρατηρείται και σε όλες τις ανώτερες θρησκείες, όπου οι πίστεις και οι πράξεις που χαρακτηρίζονται προλήψεις επενεργούν στην εσωτερική δομή ως διασπαστικά στοιχεία, που γίνονται περισσότερο επικίνδυνα όσο προσπαθούν να καλύψουν ανάγκες που δεν ικανοποιούνται αρκετά από την επίσημη θρησκεία, αναπτυσσόμενες γενικά σε εδάφη –θα μπορούσαμε να πούμε– ακαλλιέργητα. Έτσι π.χ. στον χώρο μιας θρησκείας όπως η χριστιανική, που επιδιώκει να εξάρει τη μετά θάνατο ζωή, οι προλήψεις έχουν κυρίως προστατευτικό χαρακτήρα και αποβλέπουν στην εξασφάλιση προστασίας στις άμεσες ανάγκες. Αυτές οι πράξεις και οι πίστεις είναι κατά κανόνα υπολείμματα παλαιότερων σταδίων πoλιτισμού και θρησκείας, που συχνά τροποποιήθηκαν τόσο πολύ, ώστε να έχουν χάσει κάθε άμεση θρησκευτική σχέση (αυτό εξηγεί την έλλειψή τους, ή τουλάχιστον τη μικρή σημασία που έχουν οι π., σε λαούς που βρίσκονται σε εθνολογικό επίπεδο, όπου δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για παλαιότερα στάδια πολιτισμού). Σε άλλες περιπτώσεις, αντίθετα, η επίσημη θρησκεία απορρόφησε στο δικό της τελετουργικό τις συνήθειες εκείνες που ήταν βαθιά ριζωμένες στη λαϊκή παράδοση (για παράδειγμα, στον χριστιανισμό τα φυλαχτά και οι λιτανείες για τη γονιμότητα της γης, που είναι ανιμιστικής καταγωγής). Από φαινομενολογική άποψη οι προλήψεις, αν και μπορούν να αναχθούν όλες σε ένα κοινό θρησκευτικό παρονομαστή (η απόδοση υπερφυσικής δύναμης σε αντικείμενα, πράξεις, λόγια, άτομα κλπ.), μπορούν να διακριθούν σε θρησκευτικές και μαγικές προλήψεις. Στις θρησκευτικές πράξεις, λόγια και αντικείμενα, που αναγνωρίστηκαν και έγιναν δεκτά στο τελετουργικό της επίσημης θρησκείας, χρησιμοποιούνται για κοσμικούς σκοπούς ή οπωσδήποτε διαφορετικούς από τους σκοπούς που έθεσε αυτή (π.χ. στον χριστιανισμό η χρησιμοποίηση τύπων εξορκισμού με την επίκληση του Θεού, της Παναγίας ή των αγίων). Αντίθετα, οι μαγικές προλήψεις αποδίδουν σε ορισμένα αντικείμενα, πράξεις ή λόγια δική τους ευεργετική ή βλαπτική δύναμη, ανεξάρτητη από κάθε άμεση θρησκευτική σχέση· τέτοιες, για παράδειγμα, είναι οι πίστεις στο μάτιασμα και τύποι ή πράξεις σχετικές με τον εξορκισμό, τα φυλαχτά, την αξία μερικών αριθμών (13, 17 κ.ά.), τη βλαπτική δύναμη ορισμένων γεγονότων (σπάσιμο καθρέφτη, συνάντηση με μαύρο γάτο κλπ.). Και αυτές όμως αποκαλύπτουν τη θρησκευτική μορφή, από την οποία κατάγονται· έτσι, η πίστη στα πνεύματα και τα δαιμονικά όντα, που επηρεάζουν την οικογενειακή ζωή, κατάγεται από μια πανάρχαια η ανιμιστική αντίληψη (παμψυχισμός), ενώ οι πίστεις στο μάτιασμα, στα μάγια και στη δύναμη των θεραπευτών και των μάγων είναι υπολείμματα μιας μακρινής θρησκευτικής αντίληψης.
* * *
η / πρόληψις, -ήψεως, ΝΜΑ [προλαμβάνω]
(ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ρήτορας ανασκευάζει προκαταβολικά πιθανό επιχείρημα τού αντιπάλου
νεοελλ.
1. παρεμπόδιση, αποτροπή («πρόληψη τής εγκληματικότητας»)
2. ιατρ. σύνολο άμεσων μέτρων, ικανών να εμποδίσουν την εμφάνιση μιας νόσου σε ένα άτομο ή τη διασπορά της στον πληθυσμό
3. δεισιδαιμονία, δοξασία
4. γνώμη, αντίληψη κατά συνθήκην παραδεκτή («κοινωνικές προλήψεις»)
5. συντακτικό σχήμα κατά το οποίο το υποκείμενο εξαρτημένης πρότασης τίθεται προληπτικά ως αντικείμενο τής κύριας, η οποία και προηγείται, όπως λ.χ. ποιος είδε τον αμάραντο σε τί βουνό φυτρώνει, αντί ποιος είδε σε τί βουνό φυτρώνει οαμάραντος·|| αρχ.
1. (κατά τους Στωικούς) η εκ τών προτέρων υπάρχουσα στον ανθρώπινο νου αντίληψη («ἔμφυτοι προλήψεις», Χρύσ. Στωικ.)
2. η εκ τών προτέρων γνώση («πρόληψιν ἔχειν πάντων ἀδύνατον», Πολ.)
3. η εκ τών προτέρων λήψη («πρόληψις μισθοῡ», Ηλιόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόληψη — η 1. η πράξη του προλαβαίνω, παρεμπόδιση, αποσόβηση, αποτροπή: Η αστυνομία απαγόρεψε τη διαδήλωση για πρόληψη ταραχών. 2. αστήριχτη και παράλογη γνώμη για την προέλευση του καλού ή του κακού, δεισιδαιμονία: Οι προλήψεις του ελληνικού λαού. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρικόλακας ή βρυκόλακας — Πρόσωπο της λαογραφίας. Πρόληψη διαδεδομένη σε πολλούς λαούς, σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα που έχουν πεθάνει, διατηρούν το πτώμα τους ανέπαφο ρουφώντας το αίμα ζωντανών υπάρξεων. Από την άποψη της θρησκειολογίας, η πρόληψη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”